εὔκισσος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A ivied, Ἑλικών AP7.407 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 1074] epheureich, Ἑλικών Diosc. 25 (VII, 407).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκισσος: -ον, πλήρης κισσοῦ, Ἑλικὼν εὔκισσος Ἀνθ. Π. 7. 407, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au beau lierre.
Étymologie: εὖ, κισσός.
Greek Monolingual
εὔκισσος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που έχει άφθονο κισσό («Ἑλικὼν εὔκισσος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κισσός.
Greek Monotonic
εὔκισσος: -ον, σκεπασμένος με κισσό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔκισσος: весь поросший плющом (Ἑλικών Anth.).
Middle Liddell
εὔ-κισσος, ον
ivied, Anth.