Κοίλη
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
ἡ,
A v. κοῖλος 1.2. κοιλήπατα, τά, giblets of poultry, Gloss.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
Koilè, dème attique de la tribu Hippothoontide.
Greek Monotonic
Κοίλη: ἡ, θηλ. του κοῖλος, όνομα ενός δήμου της Αττικής, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
Κοίλη: ἡ Кела (дем в атт. филе Ἱπποθωντίς) Her., Dem.
Κοίλη: Συρία ἡ Келесирия, «Полая Сирия» (часть Сирии между горными цепями Ливан и Антиливан) Polyb., Plut.