δυσμορφία

From LSJ
Revision as of 15:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμορφία Medium diacritics: δυσμορφία Low diacritics: δυσμορφία Capitals: ΔΥΣΜΟΡΦΙΑ
Transliteration A: dysmorphía Transliteration B: dysmorphia Transliteration C: dysmorfia Beta Code: dusmorfi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A misshapenness, ugliness, Hdt.6.61, Phld. Mort.29, etc.

German (Pape)

[Seite 684] ἡ, Häßlichkeit, Her. 6, 61 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμορφία: ἡ, κακομορφία, ἀσχημία, Ἡρόδ. 6. 61, κτλ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ίη Hdt.6.61
deformidad, fealdad ἐλίσσετο τὴν θεὸν ἀπαλλάξαι τῆς δυσμορφίης τὸ παιδίον Hdt.l.c., op. εὐμορφία Thphr.HP 1.4.1, cf. Democr.B 1a, Aesop.103.1, Ach.Tat.6.7.1, Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.31, Crito en Gal.12.401, App.BC 1.20, Basil.M.30.331B.

Greek Monolingual

η (AM δυσμορφία)
ασχήμια
νεοελλ.
κάθε παρέκκλιση του ανθρώπινου σώματος ή οργάνου του από τη φυσιολογική μορφή.

Greek Monotonic

δυσμορφία: ἡ, δυσπλασία του σώματος, ασχήμια, παραμόρφωση, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

δυσμορφία: ион. δυσμορφίη ἡ безобразие, уродливость Her.

Middle Liddell

δυσμορφία, ἡ,
badness of form, ugliness, Hdt. [from δύσμορφος