ἀναξυρίδες
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
ίδων, αἱ,
A trousers worn by eastern nations, Hdt.5.49, 7.61, X.An.1.5.8; by the Scythians, Hdt.1.71, cf. Hp.Aër.22; by the Sacae, Hdt.3.87, etc.: sg., Luc.Hist.Conscr.19, Philostr.VA 1.25. II sg. ἀναξυρίς, ἡ, = ὀξαλίς, Dsc.2.114, Sch.Nic.Th. 838. (Derived from ἀνασύρεσθαι by Eust.22.8, but really Persian. Wrongly expl. as a head-covering by Poll.7.58.)
German (Pape)
[Seite 200] ων, αἱ (persisches Wort), die langen, weiten Beinkleider der Perser und anderer barbarischer Völker, braccae, Her. u. Xen. öfter. S. Perizon. ad Ael. V. H. 12, 32. Vgl. θύλακος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναξυρίδες: ίδων, αἱ, περισκελίδες, ἃς ἐφόρουν (καὶ φοροῦσιν ἔτι) οἱ ἀνατολικοὶ λαοί, Τουρκ. τσακσίρια, Ἡροδ. 5. 49, 7. 61, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 8· προσέτι καὶ οἱ Σκύθαι, Ἡρόδ. 1, 71· καὶ οἱ Σάκαι 3. 87, κτλ.· εἶναι δὲ κατὰ Bähr (Ἡρόδ. 1. 71) οὐχὶ αἱ εὐρεῖαι περισκελίδες (θύλακοι), ἀλλὰ στενώτερόν τι εἶδος, οἷαι αἱ Γαλατικαὶ βρᾶκ(κ)αι, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 293, ἐν τέλ. - Κατὰ Σουΐδ. «ἀναξυρ., φιμινάλια, βρακία», κατὰ δὲ Ἡσύχ. «βαρβαρικὰ ἐνδύματα ποδῶν, ὑποδήματα βαθέα ἢ βασιλικά». - Ὁ ἑνικ. ἀπαντᾷ παρὰ Λουκ. ἐν τῷ Περὶ τοῦ πῶς δεῖ Ἱστορ. συγγρ. 19 καὶ παρὰ Τζέτζῃ. (Ὁ Εὐστ. παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ἀνασύρομαι, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι εἶναι Περσική· ἴδε Bähr ἔνθ. ἀνωτ.).
Spanish (DGE)
-ίδων, αἱ
rapado, corte de pelo, Const.App.1.3.10.
• Etimología: De ἀναξυράω.
-ίδων, αἱ
I calzones anchos o zaragüelles usados por los pueblos orientales, persas, escitas, etc.
1 plu. περὶ δὲ τὰ σκέλεα ἀναξυρίδας Hdt.7.61, cf. 1.71, 3.87, 5.49, X.An.1.5.8, Cyr.8.3.13, Hp.Aër.22, Plb.2.28.7, Arr.Tact.34.7, Polyaen.1.34.2, PMag.4.700.
2 tard. sg. Luc.Hist.Cons.19, Philostr.VA 1.25.
• Etimología: Préstamo de una lengua oriental, tal vez persa.
Greek Monotonic
ἀναξυρίδες: -ίδων, αἱ, περισκελίδες που φορούσαν οι ανατολικοί λαοί, σε Ηρόδ., Ξεν.· από τους Σκύθες, σε Ηρόδ. (περσική λέξη).
Russian (Dvoretsky)
ἀναξυρίδες: αἱ перс. анаксириды, брюки (у персов - Her., Xen., у скифов - Her., у мидян и галлов - Plut.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: long wide bone-clothes of Persians and other eastern peoples (Hdt.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.
Etymology: Persian loan-word. Cf. Schmitt, Glotta 49 (1971) 96.
Middle Liddell
[A Persian word.]
the trousers worn by eastern nations, Hdt., Xen.; by the Scythians, Hdt.