ἀνθεμώδης

From LSJ
Revision as of 16:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθεμώδης Medium diacritics: ἀνθεμώδης Low diacritics: ανθεμώδης Capitals: ΑΝΘΕΜΩΔΗΣ
Transliteration A: anthemṓdēs Transliteration B: anthemōdēs Transliteration C: anthemodis Beta Code: a)nqemw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A flowery, blooming, μελίλωτος Sapph.Supp.25.14; Νεῖλος B.18.39; ἔαρ A.Pr.455; τμῶλος E.Ba.462; λειμών Ar.Ra. 450.

German (Pape)

[Seite 231] ες, blumenartig, blumig, ἦρ Aesch. Prom. 453; Eur. Bacch. 462; λειμῶνες Ar. Ran. 450 u. sonst bei Dichtern.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθεμώδης: -ες, (εἶδος) ὁ πλήρης ἀνθέων, ἀνθηρός, ἀνθεμώδους ἧρος Αἰσχύλ. Πρ. 455· τὸν ἀνθεμώδη Τμῶλον Εὐρ. Βάκχ. 462· λειμῶνας Ἀριστοφ. Βάτρ. 440.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
fleuri.
Étymologie: ἄνθεμον, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
florido μελίλωτος Sapph.96.14, Νεῖλος B.19.39, ἔαρ A.Pr.455, Τμῶλος E.Ba.462, λειμών Ar.Ra.450.

Greek Monolingual

ἀνθεμώδης, -ες (Α)
ο γεμάτος λουλούδια, ανθηρός, λουλουδάτος.

Greek Monotonic

ἀνθεμώδης: -ες (εἶδος), ανθηρός, γεμάτος με λουλούδια, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθεμώδης: усеянный цветами, цветущий (ἦρ Aesch.; Τμῶλος Eur.; λειμών Arph.).

Middle Liddell

εἶδος
flowery, blooming, Aesch., Eur.