ἀνθρωποφάγος

From LSJ
Revision as of 16:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποφάγος Medium diacritics: ἀνθρωποφάγος Low diacritics: ανθρωποφάγος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: anthrōpophágos Transliteration B: anthrōpophagos Transliteration C: anthropofagos Beta Code: a)nqrwpofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A man-eating, Antiph.68.12, Arist.HA501b1, Heraclit.Incred.31:—esp. of cannibal tribes, Str.4.5.4, etc.

German (Pape)

[Seite 235] Menschen fressend, Arist. H. A. 2, 1; aber ἀνθρωπόφαγος, von Menschen gegessen, Antiphan. Ath. VII, 313 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ἀνθρώπους, τοὺς γὰρ μεγάλους τούτους ἅπαντας νενόμικα ἀνθρωποφάγους ἰχθῦς Ἀντιφάν. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 12, κατόπιν ὅμως φαίνεται δίδων ἀντίθετον σημασίαν εἰς τὴν λέξιν· τί φής, ὦ φίλτατε, ἀνθρωποφάγους; πῶς; - ὧν γ’ ἂν ἄνθρωπος φάγοι, δῆλον ὅτι αὐτόθι, - Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 53: - ἰδίως ἐπὶ φυλῶν ἀνθρωποφάγων, Στράβ. 201, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
anthropophage.
Étymologie: ἄνθρωπος, φαγεῖν.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 antropófago de anim., Antiph.68.12, Arist.HA 501b1, Heraclit.Par.31, de hombres, Str.4.5.4, Luc.DDeor.16.
2 como n. pr. en plu. Ἀνθρωπόφαγοι Antropófagos pueblo de la Sérica que habitaba al norte de los montes Sayan, Ptol.Geog.6.16.4, Isig.15, Mela 2.1, Plin.HN 4.88.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀνθρωποφάγος, -ον)
1. αυτός που τρέφεται με ανθρώπινη σάρκα
2. ο κανίβαλος
νεοελλ.
μτφ.
1. απάνθρωπος, σκληρός
2. πλεονέκτης, εκμεταλλευτής.

Greek Monotonic

ἀνθρωποφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει ανθρώπους, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωποφάγος: питающийся человеческим мясом (θηρίον Arst.).

Middle Liddell

φαγεῖν
man eating, Arist.