ἀντιδιαπλέκω

From LSJ
Revision as of 16:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδιαπλέκω Medium diacritics: ἀντιδιαπλέκω Low diacritics: αντιδιαπλέκω Capitals: ΑΝΤΙΔΙΑΠΛΕΚΩ
Transliteration A: antidiaplékō Transliteration B: antidiaplekō Transliteration C: antidiapleko Beta Code: a)ntidiaple/kw

English (LSJ)

   A retort, ἀντιδιαπλέκει ὡς . . Aeschin.3.28, cf.AB406.

German (Pape)

[Seite 251] dagegen verflechten, ἀντιδιαπλέκει πρὸς τοῦτο λέγων, er braucht dagegen einen Kunstgriff in seiner Rede, Aesch. 3, 28, wo Bekk. λέγων ausläßt, vom Ringen in der Palästra entlehnt, vgl. διαπλέκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιαπλέκω: ἀνταπαντῶ, ἀντιτάσσω, ἀντιπαρατηρῶ, ναί, ἀλλ’ ἀντιδιαπλέκει πρὸς τοῦτο εὐθέως λέγων Αἰσχίν. κ. Κτησιφ. 3. 9, 1: -«ἀντιδιαπλέκειν: τὸ ἐν δίκῃ ἀντιλέγειν» Α. Β. 406. 25.

French (Bailly abrégé)

répliquer.
Étymologie: ἀντί, διαπλέκω.

Spanish (DGE)

replicar ἀντιδιαπλέκει πρὸς τοῦτο εὐθὺς λέγων ὡς Aeschin.3.28, cf. AB 406, Hsch.

Greek Monolingual

ἀντιδιαπλέκω (Α)
αντιτάσσω επιχειρήματα.

Greek Monotonic

ἀντιδιαπλέκω: μέλ. -ξω, ανταποδίδω, ανταπαντώ, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδιαπλέκω: парировать, возражать Aeschin.

Middle Liddell

to retort, Aeschin.