ἄρεσκος

From LSJ
Revision as of 16:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρεσκος Medium diacritics: ἄρεσκος Low diacritics: άρεσκος Capitals: ΑΡΕΣΚΟΣ
Transliteration A: áreskos Transliteration B: areskos Transliteration C: areskos Beta Code: a)/reskos

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον,

   A pleasing, mostly in bad sense, obsequious, cringing, Arist.EN1108a28, 1126b12, Thphr.Char.5.1.    II ἄρεσκος, ὁ, the staff borne by πορνοβοσκοί on the stage, Poll.4.120.

German (Pape)

[Seite 348] η, ον, schmeichlerisch, Arist. Eth. Nic. 9, 10; vgl. Theophr. char. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cherche à plaire, obséquieux.
Étymologie: ἀρέσκω.

Spanish (DGE)

-η, -ον
I adj.
1 peyor. obsequioso, adulador, servil Arist.EN 1108a28, 1126b12, Thphr.Char.5.1.
2 posit. que desea agradar, amable Hsch.
II subst. ὁ ἄ. n. cóm. dado al bastón del alcahuete de una casa de lenocinio, Poll.4.120, Hsch.

Greek Monolingual

ἄρεσκος, ο, η (AM)
1. ευχάριστος στους τρόπους
2. αυτός που προσπαθεί να γίνει αρεστός με κάθε τρόπο, δουλοπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω.
ΠΑΡ. αρέσκεια, αρεσκόντως
αρχ.
αρεσκεύομαι.
ΣΥΝΘ. αυτάρεσκος
αρχ.
ανθρωπάρεσκος, ευάρεσκος, οχλοάρεσκος].

Greek Monotonic

ἄρεσκος: -η, -ον, αυτός που προκαλεί ευχαρίστηση, ευχάριστος· κατά κανόνα όμως με αρνητική σημασία, χαμερπής, δουλοπρεπής, σε Αριστ., Θεόφρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄρεσκος: угодливый, заискивающий Arst.

Middle Liddell

ἀρέσκω
pleasing, but mostly in bad sense, obsequious, cringing, Arist., Theophr.