ἀρτοποιός

From LSJ
Revision as of 16:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτοποιός Medium diacritics: ἀρτοποιός Low diacritics: αρτοποιός Capitals: ΑΡΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: artopoiós Transliteration B: artopoios Transliteration C: artopoios Beta Code: a)rtopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A bread-maker, baker, X.Cyr.5.5.39, J.AJ15.9.2.

German (Pape)

[Seite 363] ὁ, der Bäcker, Xen. Cyr. 5, 5, 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ἄρτον, ἀρτοποιός, «ψωμᾶς», Ξεν. Κύρ, 5. 5, 39· πρβλ. ἀρτοκόπος καὶ Λοβ. Φρύν. 222.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
boulanger.
Étymologie: ἄρτος, ποιέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ, ἡ
tahonero, panadero como oficio adscrito al servicio de reyes asiáticos, persas δῶρα ἄγοντες, ὁ μέν τις οἰνοχόον καλόν, ὁ δ' ὀψοποιὸν ἀγαθόν, ὁ δ' ἀρτοποιόν X.Cyr.5.5.39, lidios, de la panadera de Creso, Plu.2.401e, en Roma, Lyd.Mag.3.7
gener. IG 22.10B.3 (V/IV a.C.), Plu.Alex.22, καταστήσας ἀρτοποιοὺς καὶ παρέχων ἑτοίμας τὰς τροφάς como obra benéfica de Herodes para los ancianos, I.AI 15.309, cf. PSAAthen.55re.8 (rom.).

Greek Monolingual

ο (Α αρτοποιός)
αυτός που κατασκευάζει άρτο, ο ψωμάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -ποιός < ποιώ].

Greek Monotonic

ἀρτοποιός: ὁ (ποιέω), αρτοποιός, φούρναρης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτοποιός: ὁ и ἡ Xen., Plut. = ἀρτοκόπος.

Middle Liddell

ποιέω
a bread-maker, baker, Xen.