Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βιοθρέμμων

From LSJ
Revision as of 17:17, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐοθρέμμων Medium diacritics: βιοθρέμμων Low diacritics: βιοθρέμμων Capitals: ΒΙΟΘΡΕΜΜΩΝ
Transliteration A: biothrémmōn Transliteration B: biothremmōn Transliteration C: viothremmon Beta Code: bioqre/mmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A life-supporting, πάντων Ar.Nu.570 (lyr.); φῦλα Orph.H.34.19.

German (Pape)

[Seite 445] ον, Leben nährend, αἰθὴρ β. πάντων Ar. Nub. 561; φῦλα Orph. H. 33, 19.

Greek (Liddell-Scott)

βιοθρέμμων: -ον, ὁ διατηρῶν τὴν ζωήν, πάντων Ἀριστοφ. Νεφ. 570.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui entretient la vie, nourricier.
Étymologie: βίος, τρέφω.

Spanish (DGE)

-ον
creador de vida Αἰθέρα ... βιοθρέμμονα πάντων Ar.Nu.570, φῦλα Orph.H.34.19.

Greek Monolingual

βιοθρέμμων, -ον (ποιητ.) (Α)
αυτός που διατηρεί τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -θρεμμων < (θ) θρεπ-, έθρεψα, αόρ. του τρέφω (πρβλ. θεοθρέμμων, ολβοθρέμμων, κ.ά.)].

Greek Monotonic

βῐοθρέμμων: -ον (τρέφω), αυτός που διατηρεί τη ζωή, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βιοθρέμμων: 2, gen. ονος питающий жизнь, животворящий (αἰθὴρ β. πάντων Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βιοθρέμμων -ον βίος, τρέφω voedend, met gen. obj. : Αἰθέρα... βιοθρέμμονα πάντων de Aether die alles voeding geeft Aristoph. Nub. 570.