γαλακτώδης
English (LSJ)
ες,
A = γαλακτοειδής, ὑγρότης Arist.HA540b32; γ. τροφή Id.PA692a15; χυμός Thphr.CP6.4.1. 2 milk-warm, tepid, Herod.Med. ap. Orib.5.30.38, Antyll.ib.9.23.9, Alex.Trall.Febr. 4. 3 mixed with milk, οἶνος Hp.Epid.7.101.
German (Pape)
[Seite 471] ές, milchartig, Diphil. bei Ath. III, 91 b; Theophr.; τροφή, Milchspeise, Arist. part. anim. 4, 11. Bei Medic. lau wie Milch.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτώδης: -ες, = γαλακτοειδής, ὑγρότης Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5, 6· γ. τροφὴ ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 4. 11, 20· ― μεταφ., γ. λόγοι Εὐσ. Ε. Ι. 4. 23.2) ὡς τὸ γάλα χλιαρός. Ἱππ. 1235G.
Spanish (DGE)
-ες
1 semejante a la leche en el color, blanquecino de las heces, Hp.Epid.3.17.13, ὑγρότης Arist.HA 540b32, χυμός Thphr.CP 6.4.1, τόπος Luc.VH 2.26
•tibio como la leche recién ordeñada ὕδωρ Herod.Med. en Orib.5.30.38, Antyll. en Orib.9.23.9, Alex.Trall.1.363.18.
2 consistente en leche τροφή Arist.PA 692a15, Ph.1.522.
3 mezclado con leche οἶνος Hp.Epid.7.101, Pythag.Ep.4.3.
Greek Monolingual
-ες (AM γαλακτώδης, -ες)
1. αυτός που μοιάζει με γάλα στη λευκότητα
2. «γαλακτώδης χυμός» — ο θρεπτικός χυμός τών φυτών
αρχ.
1. χλιαρός σαν γάλα που μόλις έχει αρμεχτεί
2. (για κρασί) κρασί γλυκύτερο και πιο πηχτό από τα συνηθισμένα.
Russian (Dvoretsky)
γᾰλακτώδης: молочный (τροφή, χρῶμα Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαλακτώδης -ες γάλα melkachtig, melk-, vermengd met melk.