διχορραγής

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχορρᾰγής Medium diacritics: διχορραγής Low diacritics: διχορραγής Capitals: ΔΙΧΟΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: dichorragḗs Transliteration B: dichorragēs Transliteration C: dichorragis Beta Code: dixorragh/s

English (LSJ)

ές, (ῥήγνυμι)

   A broken in twain, E.HF1008 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐχορρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι) εἰς δύο τεθραυσμένος, κίων Εὐρ. Η. Μ. 1009.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brisé en deux.
Étymologie: δίχα, ῥήγνυμι.

Spanish (DGE)

(δῐχορρᾰγής) -ές partido en dos (κίων) E.Herc.1008.

Greek Monolingual

διχορραγής, -ές (Α)
ο σπασμένος στα δύο.

Greek Monotonic

δῐχορρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), σπασμένος, σκασμένος στα δύο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

διχορρᾰγής: расколотый надвое (κίων Eur.).

Middle Liddell

adj ῥήγνυμι
broken in twain, Eur.