εὐποίκιλος
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
ον,
A variegated, ἄνθος AP6.154 (Leon. or Gaet.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐποίκῐλος: -ον, λίαν ποικίλος, πολυποίκιλος, εὐποίκιλον ἄνθος ὀπώρης Ἀνθ. Π. 6. 154. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fortement tacheté.
Étymologie: εὖ, ποικίλος.
Greek Monolingual
εὐποίκιλος, -ον (ΑΜ)
πολυποίκιλος, αυτός που παρουσιάζει πολλές μεταβολές.
Greek Monotonic
εὐποίκῐλος: -ον, πολυποίκιλος, πολύχρωμος, ποικιλόχρωμος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐποίκῐλος: очень пестрый (ἄνθος Anth.).
Middle Liddell
εὐ-ποίκῐλος, ον
much varied, variegated, Anth.