ἀριστόμαχος

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

German (Pape)

[Seite 352] (μάχη), am besten kämpfend, Ἡρακλῆς Pind. P. 10, 9. S. Nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
excellent guerrier.
Étymologie: ἄριστος, μάχομαι.

English (Slater)

ᾰριστόμᾰχος
   1 finest of warriors ἀριστομάχου Ἡρακλέος (P. 10.3)

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-, μᾰ-]
el mejor en la batalla de Heracles, Pi.P.10.3.

Greek Monotonic

ἀριστόμᾰχος: -ον (μάχομαι), καλύτερος στη μάχη, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστόμαχος: лучший из бойцов (Ἡρακλῆς Pind.).

Middle Liddell

μάχομαι
best at fighting, Pind.