βαθυκήτης

From LSJ
Revision as of 20:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθῠκήτης Medium diacritics: βαθυκήτης Low diacritics: βαθυκήτης Capitals: ΒΑΘΥΚΗΤΗΣ
Transliteration A: bathykḗtēs Transliteration B: bathykētēs Transliteration C: vathykitis Beta Code: baqukh/ths

English (LSJ)

πόντος

   A deep yawning sea, Thgn.175; cf. μεγακήτης.

German (Pape)

[Seite 424] ες (κῆτος), tief gehöhlt, πόντος Theogn. 175; daraus Luc. Tim. 26.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθῠκήτης: πόντος, ἡ βαθεῖα καὶ χαίνουσα θάλασσα, Θέογν. 175· πρβλ. μεγακήτης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
aux abîmes peuplés d’énormes poissons.
Étymologie: βαθύς, κῆτος.

Spanish (DGE)

(βᾰθῠκήτης) -ες
de abismos poblados de monstruos πόντος Thgn.175 (var.), Luc.Tim.26.

Greek Monotonic

βᾰθῠκήτης: -ες (κῆτος), αυτός που έχει αχανές βάθος, λέγεται για τη θάλασσα, σε Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

βαθυκήτης: изобилующий морскими чудовищами (πόντος Plut., Luc.).

Middle Liddell

κῆτος II]
deep yawning, of the sea, Theogn.