βούκρανος
English (LSJ)
ον,
A bull-headed, Emp.61.3, Call.Fr.203, Plu.2.358d. II βούκρᾱνον, τό, ox-head, Gem.3.3.
German (Pape)
[Seite 456] mit einem Ochsenkopf, Empedocl. bei Ael. H. A. 16, 29; κράνος Plut. Is. et Os. 19.
Greek (Liddell-Scott)
βούκρᾰνος: -ον, ὁ ἔχων κεφαλὴ βοός, Ἐμπεδ. 216, Καλλ. Ἀποσπ.203· βούκρανον,τό, κεφαλὴ βοός,ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Πρόκλου.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à tête de bœuf.
Étymologie: βοῦς, κάρηνον.
Spanish (DGE)
(βούκρᾱνος) -ον
1 que tiene cabeza de toro ἀνδροφυῆ βούκρανα criaturas humanas con cabeza de toro Emp.B 61.3, (Ἀχελῷος) ἀνδρείῳ τύπῳ βούκρανος S.Tr.13 (pero cf. βούπρῳρος), cf. Call.Fr.646 (cj.), Plu.2.358d.
2 astr., subst. τὸ β. cabeza de toro οἱ ... ἐπὶ τοῦ βουκράνου τοῦ Ταύρου κείμενοι ἀστέρες Gem.3.3
•tb. n. de la constelación Tauro Meth.Symp.8.14.
Greek Monotonic
βούκρᾱνος: -ον (κάρα), = βούπρῳρος.
Russian (Dvoretsky)
βούκρᾱνος: с бычачьей головой Emped., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βούκρανος -ον βοῦς, κρανίον met runderkop.
Middle Liddell
= βούπρωιρος.] κάρα