βουλιμία

From LSJ
Revision as of 20:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλῑμία Medium diacritics: βουλιμία Low diacritics: βουλιμία Capitals: ΒΟΥΛΙΜΙΑ
Transliteration A: boulimía Transliteration B: boulimia Transliteration C: voulimia Beta Code: boulimi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ravenous hunger, Timocl.13.3, Arist.Pr.887b39.

German (Pape)

[Seite 458] ἡ, Heißhunger; Medic.; Plut. Symp. 6, 8, 5.

Greek (Liddell-Scott)

βουλῑμία: ἡ, μεγάλη πεῖνα, ὑπερβολική, Τιμοκλ. Ἡρ. 2, Ἀριστ. Προβλ. 7. 9.

Spanish (DGE)

(βουλῑμία) -ας, ἡ
hambre de buey e.e. hambre feroz ἰατρὸς ἐκλύτου βουλιμίας Timocl.13.3, cf. Arist.Pr.887b39, Ps.Dicaearch.1.2
medic. bulimia βουλιμιῶν ἰάματα Gal.11.721.

Greek Monolingual

η (AM βουλιμία) βούλιμος
ακόρεστη πείνα, αδηφαγία.

Greek Monotonic

βουλῑμία: ἡ (βου-, λιμός), υπερβολική πείνα, αδηφαγία, λαιμαργία, ομώνυμη αρρώστια, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

βουλῑμία: ἡ мучительный или неутолимый голод Arst., Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: hunger like a bull (Timocl.)
Derivatives: βουλιμιάω have hunger... (Ar.). βουλιμώττω (Suid.) = βουλιμιάω.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From βούλιμος, prop. adj. (Alex.), but also = βουλιμία (Plu.) through association with λιμός; s. Risch IF 59, 59. -- From augmntative βου- as in βούβρωστις, βουγάϊε (s. vv.). - S. βούπεινα.

Middle Liddell

βου-, λιμός
ravenous hunger, a disease, Arist.