δισσάρχης

From LSJ
Revision as of 21:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισσάρχης Medium diacritics: δισσάρχης Low diacritics: δισσάρχης Capitals: ΔΙΣΣΑΡΧΗΣ
Transliteration A: dissárchēs Transliteration B: dissarchēs Transliteration C: dissarchis Beta Code: dissa/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A joint-ruling, δισσάρχαι βασιλεῖς S.Aj.390 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δισσάρχης: -ου, ὁ, ἀπὸ κοινοῦ ἄρχων, δισσάρχαι βασιλεῖς, οἱ δύο ἄρχοντες βασιλεῖς, Σοφ. Αἴ. 390.

Spanish (DGE)

-ου
que comparte el gobierno con otro τούς τε δισσάρχας ... βασιλῆς S.Ai.389.

Greek Monolingual

δισσάρχης, ο (Α)
αυτός που βασιλεύει μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -αρχης].

Greek Monotonic

δισσάρχης: -ου, ὁ (ἄρχω), συνάρχοντας, συγκυβερνήτης, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δισσάρχης: царствующий вдвоем: δισσάρχαι βασιλεῖς Soph. = Ἀγαμέμνων καὶ Μενέλαος.

Middle Liddell

δισσ-άρχης, ου, n ἄρχω
joint-ruling, Soph.