δίφροντις

From LSJ
Revision as of 21:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίφροντις Medium diacritics: δίφροντις Low diacritics: δίφροντις Capitals: ΔΙΦΡΟΝΤΙΣ
Transliteration A: díphrontis Transliteration B: diphrontis Transliteration C: difrontis Beta Code: di/frontis

English (LSJ)

ιδος, ὁ, ἡ,

   A divided in mind, doubting, A.Ch.196.

German (Pape)

[Seite 645] ιδος, von doppelter Sorge gequält, zweifelhaft, Aesch. Ch. 194.

Greek (Liddell-Scott)

δίφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, διῃρημένος τὴν γνώμην, δίγνωμος, ἀμφιβάλλων, Αἰσχύλ. Χο. 196. διχομηνίαν ἦγεν Πλούτ. Δίωνι 23· καὶ διχομηνιαία (ἐνν. ἡμέρα), τὸ Λατ. Idus, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
partagé entre deux préoccupations, irrésolu.
Étymologie: δίς, φρόντις.

Spanish (DGE)

-ιδος, ὁ
que tiene dobles pensamientos, que duda A.Ch.196.

Greek Monolingual

δίφροντις, ο (Α)
δίγνωμος, αμφίγνωμος.

Greek Monotonic

δίφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που διχάζεται στη σκέψη, δίγνωμος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δίφροντις: ιδος adj. обуреваемый сомнениями, охваченный тревогой Aesch.

Middle Liddell

δί-φροντις, ιδος n
divided in mind, distraught, Aesch.