δίφροντις
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ,
A divided in mind, doubting, A.Ch.196.
German (Pape)
[Seite 645] ιδος, von doppelter Sorge gequält, zweifelhaft, Aesch. Ch. 194.
Greek (Liddell-Scott)
δίφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, διῃρημένος τὴν γνώμην, δίγνωμος, ἀμφιβάλλων, Αἰσχύλ. Χο. 196. διχομηνίαν ἦγεν Πλούτ. Δίωνι 23· καὶ διχομηνιαία (ἐνν. ἡμέρα), τὸ Λατ. Idus, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
partagé entre deux préoccupations, irrésolu.
Étymologie: δίς, φρόντις.
Spanish (DGE)
-ιδος, ὁ
que tiene dobles pensamientos, que duda A.Ch.196.
Greek Monolingual
δίφροντις, ο (Α)
δίγνωμος, αμφίγνωμος.
Greek Monotonic
δίφροντις: -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που διχάζεται στη σκέψη, δίγνωμος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δίφροντις: ιδος adj. обуреваемый сомнениями, охваченный тревогой Aesch.
Middle Liddell
δί-φροντις, ιδος n
divided in mind, distraught, Aesch.