δυσπόνητος

From LSJ
Revision as of 21:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπόνητος Medium diacritics: δυσπόνητος Low diacritics: δυσπόνητος Capitals: ΔΥΣΠΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: dyspónētos Transliteration B: dysponētos Transliteration C: dysponitos Beta Code: duspo/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A bringing toil and trouble, δαίμων A.Pers.515; δυσπόνητον ἕξετ' ἀμφ' ἐμοὶ τροφήν laborious, S.OC1614.

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu erarbeiten, zu erwerben, τροφή Soph. O. C. 610. – Aber δαίμων, ein Mühsal dringender, Aesch. Pers. 507.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπόνητος: -ον, ἐπιφέρων κόπον, δαίμων Αἰσχύλ. Πέρσ. 515· δυσπόνητον ἕξετ' ἀμφ' ἐμοί τροφήν, μετὰ πόνου ποριζομένην, Σοφ. Ο. Κ. 1614.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui coûte de la peine, laborieux;
2 qui cause du mal, funeste.
Étymologie: δυσ-, πονέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 funesto, portador de desgracias, que acarrea sufrimientos dolorosos, δαίμων A.Pers.515.
2 que causa tristeza y esfuerzo, penoso κοὐκέτι τὴν δυσπόνητον ἕξετ' ἀμφ' ἐμοὶ τροφήν y ya no tendréis la penosa tarea de alimentarme S.OC 1614.

Greek Monolingual

δυσπόνητος, -ον (Α)
1. αυτός που προκαλεί πόνο ή κόπο
2. αυτός που αποκτάται με κόπο.

Greek Monotonic

δυσπόνητος: -ον (πονέω),
1. αυτός που επιφέρει πόνο και μόχθο, σε Αισχύλ.
2. επίπονος, κουραστικός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπόνητος:
1) достающийся тяжелым трудом (τροφή Soph.);
2) причиняющий тяжелые страдания (δαίμων Aesch.).

Middle Liddell

δυσ-πόνητος, ον πονέω
1. bringing toil and trouble, Aesch.
2. laborious, Soph.