διαψιθυρίζω

From LSJ
Revision as of 21:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαψῐθῠρίζω Medium diacritics: διαψιθυρίζω Low diacritics: διαψιθυρίζω Capitals: ΔΙΑΨΙΘΥΡΙΖΩ
Transliteration A: diapsithyrízō Transliteration B: diapsithyrizō Transliteration C: diapsithyrizo Beta Code: diayiquri/zw

English (LSJ)

   A whisper, πρὸς τὸ οὖς προσπίπτων δ. Thphr.Char.2.10.    II whisper among themselves, LXXSi.12.18, Plb.15.26.8, Luc. Gall.25.

German (Pape)

[Seite 614] durchzischeln, flüstern, Pol. 15, 26, 8; πρὸς ἀλλήλους, Luc. Somn. 25.

Greek (Liddell-Scott)

διαψῐθῠρίζω: ψιθυρίζω ἀμοιβαίως (-ομεν πρὸς ἀλλήλους), Πολύβ. 15. 26, 8, Λουκ. Ἀλεκ. 25.

French (Bailly abrégé)

murmurer, chuchoter.
Étymologie: διά, ψιθυρίζω.

Spanish (DGE)

murmurar πρὸς τὸ οὖς Thphr.Char.2.10, πολλά LXX Si.12.18, unos c. otros, Plb.15.26.8, πρὸς ἀλλήλους Luc.Gall.25, Procop.Aed.1.3.8, en v. pas. διαψιθυριζόμενα murmuraciones Procop.Goth.4.32.30.

Greek Monolingual

διαψιθυρίζω (Α)
1. μιλώ ψιθυριστά
2. ψιθυρίζω αμοιβαία.

Greek Monotonic

διαψῐθῠρίζω: μέλ. -σω, ψιθυρίζω κάτι σε κάποιον κι έτσι διαδίδω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαψῐθῠρίζω: перешептываться, шептаться (Polyb.; πρὸς ἀλλήλους Plut.).

Middle Liddell

fut. σω,
to whisper among themselves, Luc.