ἔκλησις
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
εως, ἡ,
A forgetting and forgiving, Od.24.485.
German (Pape)
[Seite 767] ἡ, gänzliches Vergessen, Od. 24, 485.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκλησις: -εως, ἡ, πλήρης λήθη, κατ’ ἐπίτασιν ἐκ τοῦ λῆσις, λήθη, Ὀδ. Ω. 485.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
oubli.
Étymologie: ἐκλανθάνω.
English (Autenrieth)
(λήθω): forgetting and forgiving, Od. 24.485†.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ olvido, perdón definitivo φόνοιο Od.24.485.
Greek Monolingual
ἔκλησις, η (Α)
πλήρης λήθη, απόλυτη λησμονιά.
Greek Monotonic
ἔκλησις: -εως, ἡ (ἐκλαθέσθαι), επιείκεια και ευσπλαχνία, συγχώρεση, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκλησις: εως ἡ ἐκλανθάνω (полное) забвение Hom.