ἐκπροχέω

From LSJ
Revision as of 21:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπροχέω Medium diacritics: ἐκπροχέω Low diacritics: εκπροχέω Capitals: ΕΚΠΡΟΧΕΩ
Transliteration A: ekprochéō Transliteration B: ekprocheō Transliteration C: ekprocheo Beta Code: e)kproxe/w

English (LSJ)

   A pour forth, ἰαχάν AP7.201 (Pamph.) ; πλοκάμους ib.22 (Simm.) ; ὄσσων δάκρυον IG14.2123.

German (Pape)

[Seite 777] (s. χέω), ausgießen; λοιβάς Orph. Arg. 573; übertr. ἰαχάν, ertönen lassen, Pamphil. 2 (VII, 201); πλοκάμους, ausbreiten, Simm. 2 (VII, 22).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπροχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐκχέω πρὸς τὰ ἐμπρός, λοιβὰς ἐκπροχέων Ὀρφ. Ἀργ. 573· ἐκπρ. ἰαχὰν Ἀνθ. Π. 7. 201· ἀφίνω νὰ χυθῇ τι, νὰ πέσῃ, πλοκάμους ἀυτόθι 22· ὄσσων δάκρυον Ἐπιγράμμ. ἑλλ. 562. 6.

French (Bailly abrégé)

épancher, répandre.
Étymologie: ἐκ, προχέω.

Spanish (DGE)

1 derramar c. ac. y gen. ὄσσων ἀέναον δάκρυον ἐκπροχέων IUrb.Rom.1379.6 (II/III d.C.), fig. χλοεροὺς ἐκπροχέων πλοκάμους derramando verdosas cabelleras de la hiedra AP 7.22 (Simm.).
2 lanzar οὐκέτι ... ἁδεῖαν μέλπων ἐκπροχέεις ἰαχάν AP 7.201 (Pamph.).

Greek Monolingual

ἐκπροχέω (Α)
1. αφήνω να χυθούν, να στάξουν προς τα εμπρός («λοιβὰς ἐκπροχέων»)
2. βγάζω, εκστομίζω («ἐκπροχέων ἰαχάν»)
3. αφήνω να ξεχυθούν, να πέσουν («ἐκπροχέουσα πλοκάμους»).

Greek Monotonic

ἐκπροχέω: μέλ. -χεῶ, χύνω έξω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπροχέω: 1) досл. разливать, перен. раскидывать (χλοεροὺς πλοκάμους Anth.);
2) распевать (ἁδεῖαν ἰαχάν Anth.).

Middle Liddell

fut. -χεῶ
to pour forth, Anth.