εἰκελόνειρος

From LSJ
Revision as of 21:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκελόνειρος Medium diacritics: εἰκελόνειρος Low diacritics: εικελόνειρος Capitals: ΕΙΚΕΛΟΝΕΙΡΟΣ
Transliteration A: eikelóneiros Transliteration B: eikeloneiros Transliteration C: eikeloneiros Beta Code: ei)kelo/neiros

English (LSJ)

ον,

   A dream-like, ἀνέρες Ar.Av.687 (anap.).

German (Pape)

[Seite 726] traumähnlich, Ar. Av. 687, ἀνέρες.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκελόνειρος: -ον, εἴκελος, ὅμοιος ὀνείρῳ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ressemble à un songe.
Étymologie: εἴκελος, ὄνειρος.

Spanish (DGE)

-ον semejante a un sueño ἀνέρες Ar.Au.687.

Greek Monolingual

εἰκελόνειρος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με όνειρο.

Greek Monotonic

εἰκελόνειρος: -ον, αυτός που μοιάζει με όνειρο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

εἰκελόνειρος: подобный сновидению, призрачный (ἀνέρες Arph.).

Middle Liddell

εἰκελ-όνειρος, ον
dream-like, Ar.