ἑκατονταπλασίων
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A a hundred times as much or many, c. gen., X.Oec.2.3 : without gen., a hundredfold, LXX 2 Ki.24.8; καρπός Ev.Luc.8.8.
German (Pape)
[Seite 752] ον, hundertfach, hundertmal soviel, τινός Xen. Oec. 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτονταπλᾰσίων: -ον, γεν. ονος, ἑκατονταπλάσιος, μετὰ γεν., Ξεν. Οἰκ. 2. 3.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
centuple de, gén..
Étymologie: ἑκατόν, -πλασίων.
Spanish (DGE)
-ον
1 que vale cien veces más c. gen. compar. τὰ ... σὰ ... πλέον ἂν εὕροι ἢ ἑκατονταπλασίονα τούτου tus posesiones las podría encontrar cien veces más valiosas que eso X.Oec.2.3.
2 centuplicado, cien veces más numeroso sin gen. λαός LXX 2Re.24.3, καρπός Eu.Luc.8.8, cf. Didym.in Ps.67.28, Gr.Nyss.Usur.199.19, μισθός Apoc.Bar.15.2
•neutr. como adv. γῆ ἐστιν ἑκατονταπλασίον καρποφοροῦσα Origenes M.17.168D
•cien veces más grande ὁ ... Ἀρτεμίδωρος ἑκατονταπλασίονά φησι δύεσθαι τὸν ἥλιον Artem.Eph.Geog.12.
English (Strong)
from ἑκατόν and a presumed derivative of πλάσσω; a hundred times: hundredfold.
English (Thayer)
ἑκατονταπλάσιον, a hundredfold, a hundred times as much: R G); Xenophon, oec. 2,3.)
Greek Monotonic
ἑκᾰτονταπλᾰσίων: -ον, γεν. -ονος, εκατό φορές πιο πολύς ή περισσότερος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἑκατονταπλᾰσίων: 2, gen. ονος стократный, в сто раз больший (τινός Xen.).
Middle Liddell
ἑκᾰτοντα-πλᾰσίων, ονος,
a hundred times as much or many, Xen.