ἐπαναπηδάω
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
A leap upon, Ar.Nu.1375.
German (Pape)
[Seite 900] dabei in die Höhe springen, Ar. Nubb. 1372.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναπηδάω: μέλλ. -ήσομαι, ἀναπηδῶ κατά τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1375.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
bondir sur.
Étymologie: ἐπί, ἀναπηδάω.
Greek Monotonic
ἐπαναπηδάω: μέλ. -ήσομαι, αναπηδώ, πηδώ πάνω σε κάποιον, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναπηδάω: вскакивать, подпрыгивать Arph.