ἐπαναπηδάω
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
leap upon, Ar.Nu.1375.
German (Pape)
[Seite 900] dabei in die Höhe springen, Ar. Nubb. 1372.
French (Bailly abrégé)
ἐπαναπηδῶ :
bondir sur.
Étymologie: ἐπί, ἀναπηδάω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαναπηδάω: вскакивать, подпрыгивать Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναπηδάω: μέλλ. -ήσομαι, ἀναπηδῶ κατά τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1375.
Greek Monotonic
ἐπαναπηδάω: μέλ. -ήσομαι, αναπηδώ, πηδώ πάνω σε κάποιον, σε Αριστοφ.