ἐπισυνάγω
English (LSJ)
[ᾰ],
A collect and bring to a place, Plb.1.75.2 (Pass.), 5.97.3, Wilcken Chr.11A5 (ii B.C.) ; gather together, LXX Ge.6.16, al., Ev.Matt.23.37, etc.:—Pass., OGI90.23 (Rosetta, ii B. C.), Placit. 3.4.1, Ph.1.338 ; οἱ -συνηγμένοι ἐν Ξόει Βοιωτοί Supp.Epigr.2.871 (Egypt, ii B. C.) ; to be combined, τὰ ἐκ τῶν πληθυντικῶν εἰς τὰ ἑνικὰ -όμενα Longin.24.1 ; ἐπισυναχθέντες τόκοι accumulated interest, PGrenf.2.72.8 (iii/iv A. D.), cf. PFlor.1.46.14 (ii A. D.) ; ἐπισυναγόμενος ἀριθμός counted up, Ptol.Tetr.43. II bring in, in a discussion, περιττὸν-ειν καὶ ταύτας Phld.Acad.Ind.28. 2 Astrol., = ἐπισυμφέρω, Vett.Val.288.29. III conclude, infer, συλλογιζόμενοι τὸν μεταξὺ χρόνον ἐπισυνάγουσιν ὅτι.. Procl.Hyp.5.54.
German (Pape)
[Seite 987] (s. ἄγω), danach, dazu zusammenführen, versammeln, Pol. 5, 97, 3; N. T. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυνάγω: συνάγω ἐπὶ τὸ αὐτό, Πολύβ. 1. 75, 2., 5. 97, 3· ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου Εὐαγγ. κ. Ματθ. κγ΄, 37, κτλ. ― Παθ., Πλούτ. 2. 894Α ἐπισυστέλλω, «οἱ σφῆκες τὴν κοιλίαν ἐπισυνηγμένην ἄγαν ἔχουσι» Ἡσύχ. ἐν λέξει σφηκίσκος, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξει σφηκώδεις.
French (Bailly abrégé)
rassembler en outre.
Étymologie: ἐπί, συνάγω.
English (Strong)
from ἐπί and συνάγω; to collect upon the same place: gather (together).
English (Thayer)
future ἐπισυνάξω; 1st aorist infinitive ἐπισυνάξαι; 2nd aorist infinitive ἐπισυναγαγεῖν; passive, perfect participle ἐπισυνηγμενος; 1st aorist participle ἐπισυναχθεις; (future ἐπισυναχθήσομαι, T Tr WH); Sept several times for אָסַף, קָבַץ, קָהַל;
1. to gather together besides, to bring together to others already assembled (Polybius).
2. to gather together against (to gather together in one place (ἐπί to): T Tr WH (Aesop 142).
Greek Monolingual
ἐπισυνάγω (AM)
μαζεύω, συγκεντρώνω («ἐπισυνάγων ποιήσεις τήν κιβωτόν», ΠΔ)
μσν.
1. τρυγώ
2. ανασυντάσσω («ἄπελθε, ἐπισύναξον τοὺς δυνηθέντας φεύγειν», Διγ.)
αρχ.
1. συστέλλω, πτύσσω
2. παρουσιάζω ως επί πλέον επιχείρημα
3. συμπεραίνω («συλλογιζόμενοι τὸν μεταξὺ χρόνον ἐπισυνάγουσιν ὅτι...», Πρόκλ.)
4. φέρνω μέσα μου.
Greek Monotonic
ἐπισυνάγω: μέλ. -ξω, συγκεντρώνω και φέρνω σε ένα μέρος, συγκεντρώνω, συναθροίζω μαζί, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐπισυνάγω: (ᾰ)
1) собирать (οἱ ἐπισυνηγμένοι τῶν μισθοφόρων Polyb.);
2) сгущать (ἀὴρ συναχθείς Plut.).
Middle Liddell
fut. ξω
to collect and bring to a place, to gather together, NTest.