ἱστάω

From LSJ
Revision as of 23:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvi­ous one, invisible connection is stronger than visi­ble, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστάω Medium diacritics: ἱστάω Low diacritics: ιστάω Capitals: ΙΣΤΑΩ
Transliteration A: histáō Transliteration B: histaō Transliteration C: istao Beta Code: i(sta/w

English (LSJ)

collat. form of ἵστημι, 3sg. pres.

   A ἱστᾷ Hdt.2.143, 4.103: impf. ἵστα Id.2.106 (v.l. ἵστη): freq. in later Gr., (καθ-) UPZ18.11 (ii B.C.), Aristeas 228, (συν-) Str.9.5.16, cf. Dsc.1.129 (v.l. in 4.43), Aesop.340, Them.Or.23.292c, etc.

German (Pape)

[Seite 1268] s. ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστάω: τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἵστημι, ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. ἐνεστ. καὶ παρατ. ἱστᾷ, ἵστα, 2. 106., 4. 103., 6. 43, ἴδε Δινδ. περὶ Διαλ. Ἡροδ. σ. XXXVIII· ― ἐνίοτε εὕρηται καὶ ἐν Ἀντιγράφ. Ἀττ. συγγραφέων, ἱστᾷς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 445· ἱστᾶν Πλάτ. Κρατ. 437Β· συχνὸν παρὰ μεταγεν., Διοσκ. 4. 43, Αἴσωπ., Θεμίστ., κλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
prés. ind. 3ᵉ sg. ἱστᾷ ; impér. 2ᵉ sg. ion. ἵστη ; inf. ἱστᾶν ; impf. 3ᵉ sg. ἵστα;
c. ἵστημι.

Greek Monolingual

ἱοτάω (Α)
ίστημι.
[ΕΤΥΜΟΛ. θεματικός παράλλ. τ. του ἵστημι.

Greek Monotonic

ἱστάω: ισοδ. τύπος του ἵστημι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἱστάω: (только: 3 л. sing. praes. ἱστᾷ, 3 л. sing. impf. ἵστα, 2 л. sing. imper. ἵστη, 2 л. sing. conjct. ἱστᾷς, inf. ἱστᾶν) Hom., Her. etc. = ἵστημι.

Middle Liddell

ἱστάω, [collat. form of ἵστημι, Hdt.]