προσποιητός

Revision as of 00:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

όν, or ή, όν Demarat. ap. Plu.2.309d, or προσποίητος:—

   A taken to oneself, assumed, affected, pretended, ἐραστής Pl.Ly.222a; ἔχθραι D.58.39; ἡ π. καλοκἀγαθία Din.3.18; φιλανθρωπία Arist.VV1251b3; φυγή Demarat. l.c. Adv. -ητῶς or -ήτως, opp. τῷ ὄντι, Pl.Tht.174d, cf. D.C.44.47, etc.: neut. pl. προσποιητά as Adv., Babr.103.5, 106.17.    2 to be adopted, Stoic.1.57.

German (Pape)

[Seite 778] od. προσποίητος, angenommen, erheuchelt, nachgeahmt; Ggstz γνήσιος, Plat. Lys. 222 a; οὐ προσποιήτως, ἀλλὰ τῷ ὄντι γελῶν, Theaet. 1744; Dem. u. Sp., wie D. Hal. 6, 70; – υἱός, ein angenommener, adoptirter Sohn.

Greek (Liddell-Scott)

προσποιητός: -όν, ἢ ή, όν, ἢ προσποίητος, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 493· - ὁ κατὰ προσποίησιν, οὐχὶ ἀληθής, ψευδής, ὑποκριτικός, ἐραστὴς Πλάτ. Λῦσ. 222Α· ἔχθραι Δημ. 1334 ἐν τέλ.· ἡ πρ. καλοκαγαθία Δείναρχ. 110. 34· φιλανθρωπία Ἀριστ. π. Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 2· φυγὴ Στοβ. τ. 39. 52. - Ἐπίρρ. -τῶς ἢ -τως, ἀντίθετον τῷ τῷ ὄντι, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Δίων Κ. 44. 47, κτλ.· ὡσαύτως προσποιητὰ ὡς ἐπίρρ., Βάβρ. 103. 5., 106. 17.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
simulé ; adv. • προσποιητά, par feinte.
Étymologie: προσποιέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσποιητός, -ή, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ός, και προσποίητος, -ον, Α προσποιοῡμαι
1. αυτός που γίνεται κατά προσποίηση, ψεύτικος, πλαστός, επίπλαστος, επιτηδευμένος, υποκριτικός (α. «προσποιητό χαμόγελο» β. «προσποίητος φιλανθρωπία», Αριστοτ.)
μσν.
(το αρσ. εν. ως ουσ.) προσποιητός
διεκδικητής
αρχ.
1. εκείνος τον οποίο πρέπει να υιοθετήσει κανείς
2. το αρσ. ως ουσ. προσποιητός
ο υποκριτής.
επίρρ...
προσποιητώς / προσποιητῶς ΝΜΑ, και προσποιητά Ν
με υποκριτικό τρόπο, με προσποίηση, επιτηδευμένα.

Greek Monotonic

προσποιητός: -όν και -ή, -όν, ψεύτικος, προσποιητός, υποκριτικός, σε Δημ.· επίρρ. -τῶς ή -τως, αντίθ. προς τῷ ὄντι, σε Πλάτ.· επίσης προσποιητά, ως επίρρ., σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

προσποιητός: и προσποίητος 2 притворный, деланный, напускной (ἐραστής Plat.; ὀργή Arst.; ἔχθραι Dem.; φυγή Plut.).

Middle Liddell

προσποιητός, όν
taken to oneself, assumed, affected, pretended, Dem.:—adv. -τῶς or -τως, opp. to τῷ ὄντι, Plat.; also προσποιητά as adv., Babr.