προχύται

From LSJ
Revision as of 00:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχύται Medium diacritics: προχύται Low diacritics: προχύται Capitals: ΠΡΟΧΥΤΑΙ
Transliteration A: prochýtai Transliteration B: prochytai Transliteration C: prochytai Beta Code: proxu/tai

English (LSJ)

[ῠ] (sc. κριθαί), αἱ,= οὐλοχύται, E.El.803, IA1112, 1471, A.R.1.425.    II flowers or wreaths thrown to popular persons in token of honour, Plu.Dio 29.

German (Pape)

[Seite 800] αἱ, sc. κριθαί, = οὐλοχύται; προχύται τε βάλλειν πῦρ καθάρσιον ἐκ χερῶν, Eur. I. A. 1112, vgl. ib. 955. 1472; λαβὼν προχύτας ἔβαλλε βωμόν, El. 798; vgl. Ap. Rh. 1, 425, wo der Schol. auch die Erkl. giebt τὸ ὕδωρ, ὃ ἐνίβαλον εἰς τὸ οὖς τοῦ ἱερείου, ἐπὶ τὸ ἐπινεύειν τὸ ἱερεῖον, damit das Opferthier den Kopf niederneige. – Uebh. was man ausschüttet, auswirft, missilia, allerhand Dinge, die man einem bewunderten Manne zum Zeichen der Verehrung zuwirft, Plut. Dion. 29.

Greek (Liddell-Scott)

προχύται: [ῠ], (ἐξυπακ. κριθαί), αἱ = οὐλυχύται, Εὐρ. Ἠλ. 803, Ι. Α. 1112, 1472, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 425. ΙΙ. ἄνθη ἢ στέφανοι ῥιπτόμενοι εἰς ἀνθρώπους ἀγαπητοὺς παρὰ τῷ λαῷ εἰς ἔνδειξιν τιμῆς, Λατ. missilla, Πλουτ. Δίων 29.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
1 grains d’orge ou de farine que l’on brûlait sur l’autel (c. οὐλοχύται);
2 feuillage ou fleurs qu’on jette sur le passage de qqn.
Étymologie: προχέω.

Greek Monolingual

αἰ, Α
1. (ενν. κριθαί) οι ουλοχύται («λαβὼν προχύτας... ἔβαλλε βωμούς», Ευρ.)
2. άνθη ή στεφάνια με τα οποία έρραιναν δημοφιλή πρόσωπα («προχύτας τε βαλλόντων καὶ προτρεπομένων ὥσπερ θεὸν κατευχαῑς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χυτός (< χέω) κατά το οὐλοχύται].

Greek Monotonic

προχύται: [ῠ] (ενν. κριθαί), αἱ, = οὐλο-χύται, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προχύται: (ῠ) αἱ
1) Eur. = οὐλόχυται;
2) цветы или листва (которыми усыпался чей-л. путь) Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προχύται -ῶν, αἱ [προχέω] sc. κριθαί gerstekorrels (om uit te strooien bij een offer); uitbr. uitgestrooide bloemen.

Middle Liddell

(sc. κριθαί), αἱ = οὐλο-χύται, Eur.