συκῆ

From LSJ
Revision as of 01:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

German (Pape)

[Seite 973] ἡ, s. das Vorige.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
contr. p. συκέα, συκέη.

English (Strong)

from σῦκον; a fig-tree: fig tree.

English (Thayer)

συκῆς, ἡ (contracted from συκεα), from Homer down, Hebrew תְּאֵנָה, a fig-tree: Revelation 6:13. (Cf. Löw, Aram. Pflanzennamen, § 335.)

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
(επικ. και ιων. συνηρ. τ. του συκέα) βλ. συκιά.

Greek Monotonic

σῠκῆ: ἡ, Ιων. και Επικ. σῡκέη· Ιων. γεν. πληθ. συκέων ή συκεέων (σῦκον
1. δέντρο συκιά, Λατ. ficus (ο καρπός είναι το σῦκον), σε Ομήρ. Οδ.
2. = σῦκον I, καρπός συκιάς, σύκο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

σῦκον
1. the fig-tree, Lat. ficus (the fruit being σῦκον), Od.
2. = σῦκον I, a fig, Ar.