τείχισμα

From LSJ
Revision as of 01:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τείχισμα Medium diacritics: τείχισμα Low diacritics: τείχισμα Capitals: ΤΕΙΧΙΣΜΑ
Transliteration A: teíchisma Transliteration B: teichisma Transliteration C: teichisma Beta Code: tei/xisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A wall or fort, E. HF1096 codd. (τυκ- is prob. cj.), Th.4.8,115, etc.; Τυρσηνῶν τ. Πελασγικόν, of the wall of Athens, Call. in Διηγήσεις iv 1 (cf. Sch.).

German (Pape)

[Seite 1081] τό, die erbau'te, aufgerichtete Mauer, übh. das Befestigungswerk; Eur. Herc. Fur. 96, Thuc. 4, 8. 115.

Greek (Liddell-Scott)

τείχισμα: τό, τεῖχοςφρούριον, ὀχύρωμα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1096, Θουκ. 4. 8, 115, κλπ., πρβλ. ἀπο-, δια-, περι-τείχισμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ouvrage de défense, fortification.
Étymologie: τειχίζω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ τειχίζω
τείχος, οχύρωμα.

Greek Monotonic

τείχισμα: -ατος, τό (τειχίζω), τείχος ή φρούριο, οχύρωμα, σε Ευρ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

τείχισμα: ατος τό крепостное сооружение, укрепление Eur., Thuc.

Middle Liddell

τείχισμα, ατος, τό, τειχίζω
a wall or fort, fortification, Eur., Thuc.