τυροφόρος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A with cheese on it, πλακοῦς AP6.155 (Theodorid.).
German (Pape)
[Seite 1165] Käse tragend, habend, enttzaltend, πλακόεις, Theodorid. 5 (VI, 155).
Greek (Liddell-Scott)
τῡροφόρος: -ον, ὁ μετὰ τυροῦ κατεσκευασμένος, ἢ πεπασμένος διὰ τυροῦ, πλακοῦς Ἀνθ. Π. 6. 155· πρβλ. τυρόνωτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
recouvert de fromage (gâteau).
Étymologie: τυρός, φέρω.
Greek Monolingual
-ον, Α
τυρόνωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -φόρος].
Greek Monotonic
τῡροφόρος: -ον (φέρω), κατασκευασμένος από τυρί, αυτός που φέρει τυρί πάνω του, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τῡροφόρος: содержащий сыр, приготовленный с сыром (πλακοῦς Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τυροφόρος -ον [τυρός, φέρω] met kaas erop (koek).