ὑμνοθέτης

From LSJ
Revision as of 02:03, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνοθέτης Medium diacritics: ὑμνοθέτης Low diacritics: υμνοθέτης Capitals: ΥΜΝΟΘΕΤΗΣ
Transliteration A: hymnothétēs Transliteration B: hymnothetēs Transliteration C: ymnothetis Beta Code: u(mnoqe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A composer of hymns, lyric poet, Theoc. Ep.11, AP7.428.16 (Mel.), 12.257 (Id.); ὑ. στέφανος a garland of minstrelsy, ib.4.1.2, cf. 44 (Id.):—also ὑμνο-θετήρ, ῆρος, ὁ, EM177.25.

German (Pape)

[Seite 1178] ὁ, der Hymnen zusammensetzt, Hymnendichter; Mel. 1, 44 (IV, 1). 123. 129 (VII, 429. XII, 257); Hesych. erkl. ποιητής.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνοθέτης: -ου, ὁ, ὁ συντιθεὶς ὕμνους, λυρικὸς ποιητής, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 11, Ἀνθ. Π. 7. 428, 16., 12. 257· ὑμν. στέφανος, στέφανος ποιητικός, ὁ αὐτ. 4. 1, 2, πρβλ. 44.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 poète d’hymnes;
2 adj. couronné de chants.
Étymologie: ὕμνος, τίθημι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. λυρικός ποιητής, συνθέτης ύμνων
2. φρ. «στέφανος ὑμνοθέτης» — στεφάνι ραψωδού (Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + θέτης (< τίθημι) πρβλ. ἀθλο-θέτης.

Greek Monotonic

ὑμνοθέτης: -ου, ὁ, συνθέτης ύμνων, λυρικός ποιητής, σε Θεόκρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνοθέτης: ου ὁ слагатель гимнов, песнопевец Theocr., Anth.
состоящий из гимнов (στέφανος Anth.).

Middle Liddell

ὑμνο-θέτης, ου, ὁ,
a composer of hymns, a lyric poet, Theocr., Anth.