ὑμνοθέτης
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ου, ὁ,
A composer of hymns, lyric poet, Theoc. Ep.11, AP7.428.16 (Mel.), 12.257 (Id.); ὑ. στέφανος a garland of minstrelsy, ib.4.1.2, cf. 44 (Id.):—also ὑμνο-θετήρ, ῆρος, ὁ, EM177.25.
German (Pape)
[Seite 1178] ὁ, der Hymnen zusammensetzt, Hymnendichter; Mel. 1, 44 (IV, 1). 123. 129 (VII, 429. XII, 257); Hesych. erkl. ποιητής.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνοθέτης: -ου, ὁ, ὁ συντιθεὶς ὕμνους, λυρικὸς ποιητής, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 11, Ἀνθ. Π. 7. 428, 16., 12. 257· ὑμν. στέφανος, στέφανος ποιητικός, ὁ αὐτ. 4. 1, 2, πρβλ. 44.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 poète d’hymnes;
2 adj. couronné de chants.
Étymologie: ὕμνος, τίθημι.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. λυρικός ποιητής, συνθέτης ύμνων
2. φρ. «στέφανος ὑμνοθέτης» — στεφάνι ραψωδού (Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + θέτης (< τίθημι) πρβλ. ἀθλο-θέτης.
Greek Monotonic
ὑμνοθέτης: -ου, ὁ, συνθέτης ύμνων, λυρικός ποιητής, σε Θεόκρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑμνοθέτης: ου ὁ слагатель гимнов, песнопевец Theocr., Anth.
состоящий из гимнов (στέφανος Anth.).
Middle Liddell
ὑμνο-θέτης, ου, ὁ,
a composer of hymns, a lyric poet, Theocr., Anth.