ὑφειμένως
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ὑφίημι,
A in a subdued tone or manner, X.An.7.7.16, Philostr.VS1.25.5; ὑ. ἔχειν πρός τινα Aristid. 2.137J.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφειμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ὑφίημι, ἀμελῶς, χαλαρῶς, ἧττον βιαίως ἢ αὐθαδῶς, Λατ. submisse, ὁ δὲ Μηδοσάδης μάλα δὴ ὑφειμένως... ἔφη Ξεν. Ἀν. 7. 7, 16, Φιλόστρ. 536· ὑφ. ἔχειν πρός τινα Ἀριστείδ. 2. 137.
French (Bailly abrégé)
adv.
doucement.
Étymologie: ὑφειμένος de ὑφεῖμαι, ὑφίημι.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με χαλαρότητα ή με ατονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφειμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ὑφίημι + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
ὑφειμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ὑφίημι, αμελώς, απρόσεκτα, με ελάχιστη βία, Λατ. submisse, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὑφειμένως: уступчиво, смиренно, кротко (εἰπεῖν Xen.).