χρυσοχάλινος

From LSJ
Revision as of 02:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοχάλῑνος Medium diacritics: χρυσοχάλινος Low diacritics: χρυσοχάλινος Capitals: ΧΡΥΣΟΧΑΛΙΝΟΣ
Transliteration A: chrysochálinos Transliteration B: chrysochalinos Transliteration C: chrysochalinos Beta Code: xrusoxa/linos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A with goldstudded bridle, ἵππος Hdt.9.20, X.Cyr.1.3.3, etc.; χ. πάταγον ψαλίων Ar.Pax 155 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1383] mit goldenem Zaume, Zügel; Ar. Pax 155; sp. D., ἡλίου δρόμος Pompej. 2 (VII, 219); ἵππος Xen. An. 1, 2,27 Cyr. 1, 3,3; Plut. Crass. 31.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοχάλῑνος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων χαλινὸν χρυσοποίκιλτον, ἐπὶ τῶν ἵππων τῶν Περσῶν, Ἡρόδ. 9. 20, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 3, 3, κλπ· πάταγος ψαλίων χρυσοχάλινος Ἀριστοφ. Εἰρ 155, ὡσαύτως χρυσοχαλίνωτος, ον, Ἰω. Χρυσ. τ. 5, σελ. 115· 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à frein d’or.
Étymologie: χρυσός, χαλινός.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χρυσά ή χρυσοστόλιστα χαλινάρια (α. «ἅρμα χρυσοχάλινον», ΠΔ
β. «ἵππον... χρυσοχάλινον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χάλινος (< χαλινός), πρβλ. ἀργυρο-χάλινος].

Greek Monotonic

χρῡσοχάλῑνος: [ᾰ], -ον, αυτός που έχει χρυσό χαλινάρι, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοχάλῑνος: (ᾰ) с золотой или с золоченой уздечкой (ἵππος Her., Xen., Plut.): χ. πάταγος Arph. звякание золотой уздечки; χ. δρόμος ἠελίοιο Anth. путь, совершаемый солнцем на златосбруйных конях.

Middle Liddell

χρῡσο-χά˘λῑνος, ον,
with gold-studded bridle, Hdt., Xen.