ψίζω

From LSJ
Revision as of 02:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψίζω Medium diacritics: ψίζω Low diacritics: ψίζω Capitals: ΨΙΖΩ
Transliteration A: psízō Transliteration B: psizō Transliteration C: psizo Beta Code: yi/zw

English (LSJ)

or ψίω: from the former we have fut. ψιῶ (ἐπι-ψιεῖ) Hsch., pf. Pass. ἔψισμαι (v. infr.): from the latter, aor. ἔψῑσα, fut. Med. ψίσομαι [ῑ], v. infr., cf. ἐμψίω:—

   A feed on pap, = ψωμίζω (Eust.1631.43, Phot., etc.), or = ποτίζω (Orion Lex.col.168); λευκῷ σ' ἔψισα γάλακτι (Meineke for ἔψησα) Euph.92:—Med., chew, ψίσεται πύρνον γνάθῳ Lyc.639:—Pass., to be fed, ἐξ ὑμέων ἐψισμένον (sc. βρέφος) AP9.302 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1399] = ψιάζω, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ψίζω: ἢ ψίω· ἐκ τοῦ προτέρου ἔχομεν μέλλ. ψιῶ (ἐπιψιῶ) Ἡσύχ., ἀόρ. ἔψιξα (ἴδε ἐν λ. ψιαίνω), παθ. πρκμ. ἔψισμαι (ἴδε κατωτ.)· ἐκ δὲ τοῦ δευτέρου, ἀόρ. ἔψισα, μέσ. μέλλ. ψίσομαι [ῑ], ἴδε κατωτ. καὶ πρβλ. ἐμψίω. Ὡς τὸ ψωμίζω, τρέφω, (Εὐστ. 1631. 43, Φώτ. κλπ.), ἢ = ποτίζω (Orion Lex. σ. 168·) λευκῷ σ’ ἔψισα γάλακτι (οὕτως ὁ Meineke ἀντὶ ἔψησα) Εὐφορ. ἐν Στοβ. τ. 78 5· - Μέσ., μασῶμαι, ψίσεται πύρνον γνάθῳ Λυκόφρ. 639. - Παθ., τρέφομαι, ἐξ ὑμῶν ἐψισμένον (ἐξυπακ. βρέφος) Ἀνθ. Παλατ. 9. 302. (Συγγενὲς ταῖς λ. ψωμός, ψωμίζω, ἴσως δὲ καὶ ταῖς λ. ψίξ, ψιχίον).

French (Bailly abrégé)

c. ψίω.

Greek Monolingual

Α
βλ. ψίω.

Greek Monotonic

ψίζω: Παθ. παρακ. ἔψισμαι ταΐζω, — Παθ., τρέφομαι, μασώ, σε Ανθ.

Middle Liddell

to feed on pap:—Pass. to be so fed, Anth.