καυχήμων
From LSJ
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A boastful, Babr.5.10, Heph. Astr.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
καυχήμων: -ον, ὁ καυχώμενος, πλήρης καυχήσεως, Βαβρ. 5. 10.
French (Bailly abrégé)
ων, ον, gén. ονος;
vantard.
Étymologie: καυχάομαι.
Greek Monolingual
καυχήμων, -ον (Α) καυχώμαι
αυτός που καυχιέται, ο γεμάτος κομπασμό και αλαζονεία.
Greek Monotonic
καυχήμων: -ον (καυχάομαι), κομπαστικός, καυχησιάρικος, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
καυχήμων: 2, gen. ονος хвастливый Babr.