κορυνήτης
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
ον, ὁ,
A club-bearer, mace-bearer, Il.7.9, 138, Paus.8.11.4.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠνήτης: -ου, ὁ, ὁ φέρων ῥόπαλον, ῥοπαλοφόρος, Ἰλ. Η. 9, 138, Παυσ. 8. 11.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
homme armé d’une massue ; particul. l’homme à la massue (le brigand Périphétès).
Étymologie: κορύνη.
English (Autenrieth)
club-brandisher. (Il.)
Greek Monolingual
ο (Α κορυνήτης)
οπλισμένος με πολεμικό ρόπαλο, ροπαλοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + κατάλ. -της, που συν. εμφανίζεται σε μεταρρμ. παρ.].
Greek Monotonic
κορῠνήτης: -ου, ὁ, ραβδούχος, ροπαλοφόρος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κορῠνήτης: ου ὁ булавоносец, палиценосец Hom., Diod., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορυνήτης -ου, ὁ [κορύνη] met een knots gewapend.