λεῖμαξ

From LSJ
Revision as of 03:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεῖμαξ Medium diacritics: λεῖμαξ Low diacritics: λείμαξ Capitals: ΛΕΙΜΑΞ
Transliteration A: leîmax Transliteration B: leimax Transliteration C: leimaks Beta Code: lei=mac

English (LSJ)

ᾰκος, ἡ (not ὁ, Hdn.Gr.1.524),

   A = λειμών, meadow, E.Ph. 1571, Ba.867 (both lyr.), Lyr.Alex.Adesp.22, AP9.788.10.    2 garden, Pherecr.109.    II = Lat. limax, snail, Hsch.

German (Pape)

[Seite 23] ακος, ὁ, oder auch ἡ, = λειμών, Wiese, λωτοτρόφον κατὰ λείμακα Eur. Phoen. 1587, wie Bacch. 867; Pherecr. bei Ath. XV, 685 b; Ep. ad. 428 (IX, 788). – Bei Hipp. u. Suid. auch im compar. λειμακέστερος, was vielleicht λειμακωδέστερος heißen soll. Vgl. Lob. Paralip. p. 288.

Greek (Liddell-Scott)

λεῖμαξ: -ᾰκος, ἡ, οὐχὶ ὁ, Ἡρῳδιαν. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 3. 284), ὡς τὸ λειμών, λιβάδιον, Εὐρ. Φοίν. 1571, Βάκχ. 867 (ἀμφότερα λυρ.), Ἀνθ. Π. 9. 788· - κῆπος, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν 2. ΙΙ. = τῷ Λατ. limax, ζῷόν τι ὅμοιον κοχλίᾳ, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
1 c. λειμών;
2 jardin.
Étymologie: cf. λείβω.

Greek Monotonic

λεῖμαξ: -ᾰκος, ἡ, = λειμῶν, λιβάδι, σε Ευρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λεῖμαξ: ᾰκος ὁ луг (λωτοτρόφος Eur.; θαλερῶν πεδίων λείμακες Anth.).

Middle Liddell

λεῖμαξ, ακος, = λειμών
a meadow, Eur., Anth.