λαισήιον
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
Greek (Liddell-Scott)
λαισήιον: τό, εἶδος μικρᾶς ἀσπίδος ἐλαφροτέρας τῆς συνήθους, βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα Ἰλ. Ε. 453., Μ. 426, πρβλ. Σχόλ. ἐν Ἀθην. 695Ϝ· ―κατὰ τὸν Ἡρόδ. 7. 91, ἦτο κεκαλυμμένη δι’ ὠμῶν καὶ ἀκατεργάστων δερμάτων (πιθ. ἑπομ. παράγεται ἐκ τοῦ λάσιος), καὶ ἦν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Κίλιξιν ἀντὶ τῆς συνήθους ἀσπίδος· Müller Archäol. d. Kunst § 342. 6.
English (Autenrieth)
light shield or target; λαισήια πτερόεντα, perhaps so called on account of the ‘fluttering’ apron of untanned leather (λάσιος) hanging from the shield. (See adjoining cut and esp. No. 79.)
Greek Monolingual
λαισήιον, τὸ (Α)
είδος μικρής ελαφριάς δερμάτινης ασπίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ήιον, που χαρακτηρίζει ονομ. σκευών (πρβλ. χαλκ-ήιον), και συνδέεται πιθ. με τη λ. λάσιος. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής (ίσὼς κιλικικής) προελεύσεως].
Middle Liddell
λαισήιον, ου, τό, λάσιος
a kind of shield or target, lighter than the ἀσπίς, covered with raw hides, Il., Hdt.