λαλητρίς
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A talker, prattler, AP5.236.7 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 9] ίδος, ἡ (fem. zu dem nicht vorkommenden λαλητής), die Schwätzerinn, χελιδόνες Agath. 12 (V, 237).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰλητρίς: -ίδος, λάλος γυνή, φλύαρος, Ἀνθ. Π. 5. 237.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
babillarde.
Étymologie: λαλέω.
Greek Monolingual
λαλητρίς, -ίδος, ἡ (Α)
φλύαρη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλη-τρίς, κληρω-τρίς)].
Greek Monotonic
λᾰλητρίς: -ίδος, ἡ (λαλέω), ομιλητική γυναίκα, φλύαρη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λᾰλητρίς: ίδος adj. f болтливая, щебечущая (χελιδόνες Anth.).