λίγγω

From LSJ
Revision as of 03:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source

German (Pape)

[Seite 43] nur λίγξε βιός, der Bogen schwirrte, ertönte laut, Il. 4, 125; vgl. λίγα, λιγύς u. λίζω, nach E. M. onomatopoetisch.

Greek (Liddell-Scott)

λίγγω: μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, λίγξε βιός, τὸ τόξον ἔκλαγγεν, Ἰλ. Δ. 125, πρβλ. λίγξ, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ sg. poét. λίγξε;
résonner avec force.
Étymologie: λιγύς.

English (Autenrieth)

aor. λίγξε: twang, Il. 4.125†.

Greek Monotonic

λίγγω: μόνο στον Επικ. αόρ. αʹ, λίγξε βιός, το τόξο αντήχησε δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

λίγγω: (только 3 л. sing. aor.) звучать, гудеть (λίγξε βιός Hom.).

Middle Liddell

λίγγω,
only in epic aor1, λίγξε βιός the bow twanged, Il.