λησμοσύνη

From LSJ
Revision as of 03:30, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λησμοσύνη Medium diacritics: λησμοσύνη Low diacritics: λησμοσύνη Capitals: ΛΗΣΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: lēsmosýnē Transliteration B: lēsmosynē Transliteration C: lismosyni Beta Code: lhsmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A = λήθη, forgetfulness, κακῶν Hes.Th.55; τῶν νῦν θέσθαι λησμοσύναν S.Ant.151 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 41] ἡ, das Vergessen, Vergessenheit, κακῶν, neben ἄμπαυμα μερμηράων, Hes. Th. 55; ἐκ μὲν δὴ πολέμων τῶν νῦν θέσθε λησμοσύναν, Soph. Ant. 151, vergesset.

Greek (Liddell-Scott)

λησμοσύνη: ἡ, = λήθη, ἐπιλησμοσύνη, κακῶν Ἡσ. Θεογ. 55· τῶν νῦν θέσθε λησμοσύναν Σοφ. Ἀντ. 151 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
oubli.
Étymologie: λήθω.

Greek Monolingual

η (Α λησμοσύνη, δωρ. τ. λησμοσύνα) λήσμων
λήθη, λησμονιά
νεοελλ.
1. το να λησμονεί κάποιος, ξέχασμα, ξεχασιά
2. η ιδιότητα του επιλήσμονα, του ξεχασιάρη («γεροντική λησμοσύνη»).

Greek Monotonic

λησμοσύνη: ἡ, = λήθη, λησμονιά, σε Ησίοδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

λησμοσύνη: (ῠ) ἡ предание забвению, забвение (κακῶν Hes.; τῶν πολέμων Soph.).

Middle Liddell

λησμοσύνη, ἡ, = λήθη
forgetfulness, Hes., Soph.