Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεωσφέτερος

From LSJ
Revision as of 03:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεωσφέτερος Medium diacritics: λεωσφέτερος Low diacritics: λεωσφέτερος Capitals: ΛΕΩΣΦΕΤΕΡΟΣ
Transliteration A: leōsphéteros Transliteration B: leōspheteros Transliteration C: leosfeteros Beta Code: lewsfe/teros

English (LSJ)

ον, only in Hdt.9.33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τεισαμενόν made him

   A one of their own people, their fellow-citizen.

Greek (Liddell-Scott)

λεωσφέτερος: -ον, μόνον ἐν Ἡροδ. 9. 33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τισαμενόν, κητέστησαν αὐτὸν συμπολίτην ἑαυτῶν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compatriote, concitoyen.
Étymologie: λεώς, σφέτερος.

Greek Monolingual

λεωσφέτερος, -ον (Α)
συμπολίτης («Λακεδαιμόνιοι ἐποιήσαντο λεωσφέτερον [τεισαμενόν]», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέω- (βλ. λαο-) + σφέτερος «δικός τους»].

Greek Monotonic

λεωσφέτερος: -ον, πολιτογραφημένος, συμπολίτης, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

λεωσφέτερος: ὁ согражданин, соотечественник Her.

Middle Liddell

λεω-σφέτερος, ον
one of their own people, a fellow-citizen, Hdt.