νιφόεις

From LSJ
Revision as of 04:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῐφόεις Medium diacritics: νιφόεις Low diacritics: νιφόεις Capitals: ΝΙΦΟΕΙΣ
Transliteration A: niphóeis Transliteration B: niphoeis Transliteration C: nifoeis Beta Code: nifo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A snowy, snowclad, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα Od.19.338; κατ' Οὐλύμπου ν. Il.18.616; ν. Ὀλύμπου Hes.Th.117; ὤρανος ν. Alc.17; ν. Αἴτνα Pi.P.1.20; Παρνασός S.OT 473 (lyr.); σκόπελος Ar.Nu.273.    II snow-white, Ἑλένη (v.l. σελήνη) Ion Trag.46.

Greek (Liddell-Scott)

νῐφόεις: εσσα, εν, (νίφα) χιονώδης, χιονιζόμενος, κεκαλυμμένος διὰ χιόνων, Κρήτης ὄρεα νιφόεντα Ὀδ. Τ. 338· κατ’ Οὐλύμπου ν. Ἰλ. Σ. 616· ν. Ὀλύμπου Ἡσ. Θ. 117· (ἐντεῦθεν, οὐρανὸς ν. Ἀλκαῖ. 17)· ν. Αἴτνα Πινδ. Π. 1. 36· Παρνασὸς Σοφ. Ο. Τ. 473· σκόπελος Ἀριστοφ. Νεφ. 273.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
neigeux, couvert de neige.
Étymologie: *νίψ.

English (Autenrieth)

εσσα, εν (σν.): snowy, snowclad, epith. of mountains.

English (Slater)

νῐφόεις
   1 snowy νιφόεσσ' Αἴτνα (P. 1.20) ]νιφόεντα. σε[ ?fr. 334. 8.

Greek Monolingual

νοφόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. γεμάτος χιόνι, χιονισμένος, χιονοσκεπής («νιφόεσσ' Αἴτνα», Πίνδ.)
2. λευκός σαν το χιόνι, χιονάτος, χιονόλευκος («νιφόεσσα Ἑλένη», Ίων τραγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα νιφ- του νείφει «χιονίζει» + κατάλ. -όεις (πρβλ. τροφ-όεις)].

Greek Monotonic

νῐφόεις: -εσσα, -εν (νίφα), χιονισμένος, χιονοσκεπής, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

νῐφόεις: όεσσα, όεν покрытый снегом, весь в снегу (Οὔλυμπος Hom.; Παρνασός Soph.).

Middle Liddell

νῐφόεις, εσσα, εν νίφα
snowy, snowclad, snowcapt, Hom., Hes., etc.