ξιφοκτόνος

From LSJ
Revision as of 04:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφοκτόνος Medium diacritics: ξιφοκτόνος Low diacritics: ξιφοκτόνος Capitals: ΞΙΦΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: xiphoktónos Transliteration B: xiphoktonos Transliteration C: ksifoktonos Beta Code: cifokto/nos

English (LSJ)

ον,

   A slaying with the sword, χέρες S.Aj.10 ; δίωγμα E.Hel.354 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 280] mit dem Schwerte tödtend; χέρες, Soph. Ai. 10; ξιφοκτόνον δίωγμα λαιμορύτου σφαγᾶς, Eur. Hel. 630; einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφοκτόνος: -ον, ὁ διὰ τοῦ ξίφους φονεύων, Σοφ. Αἴ. 10· πρβλ. δίωγμα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue avec l’épée.
Étymologie: ξίφος, κτείνω.

Greek Monolingual

ξιφοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει με ξίφος (α. «ξιφοκτόνος χέρας», Σοφ.
β. «ξιφοκτόνον διωγμόν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μητρο-κτόνος.

Greek Monotonic

ξῐφοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει με σπαθί, ξίφος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφοκτόνος: убивающий (разящий) мечом (χέρες Soph.; δίωγμα Eur.).

Middle Liddell

ξῐφο-κτόνος, ον, κτείνω
slaying with the sword, Soph.