ὁμόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 04:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόγλωσσος Medium diacritics: ὁμόγλωσσος Low diacritics: ομόγλωσσος Capitals: ΟΜΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: homóglōssos Transliteration B: homoglōssos Transliteration C: omoglossos Beta Code: o(mo/glwssos

English (LSJ)

ον, Att. ὁμόγλωττος,

   A speaking the same tongue, Hdt.8.144, Phld.Po.2.72 ; τινι with one, Hdt.1.57,171, X.Cyr.1.1.5, etc.

German (Pape)

[Seite 333] att. -γλωττος, gleichsprachig, einerlei Sprache redend; τινί, Her. 1, 171. 2, 158; absolut, 8, 144; Xen. Cyr. 1, 1, 5; Sp., wie Luc. de salt. 64.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόγλωσσος: -ον, Ἀττ. -ττος, ὁ ὁμιλῶν τὴν αὐτὴν γλῶσσαν, Ἡρόδ. 8. 144· τινι, μετὰ τινος, ὁ αὐτ. 1. 57, 171, Ξεν. Κύρ. 1. 1, 5, κλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle la même langue : τινι, que qqn.
Étymologie: ὁμός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόγλωσσος, αττ. τ. ὁμόγλωττος, -ον)
αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα («τὸ Έλληνικὸν ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ιδιό-γλωσσος].

Greek Monotonic

ὁμόγλωσσος: -ον, Αττ. -ττος (γλῶσσα), αυτός που μιλάει την ίδια γλώσσα, σε Ηρόδ.· τινι, με κάποιον, στον ίδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόγλωσσος: атт. ὁμόγλωττος 2 одноязычный, говорящий на том же языке Her., Xen., Plut.: σφίσι ὁμόγλωσσοι Her. говорящие на одном с ними языке.

Middle Liddell

ὁμό-γλωσσος, ον, γλῶσσα
speaking the same tongue, Hdt.; τινι with one, Hdt., Xen.