ὀξυλάλος

From LSJ
Revision as of 04:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠλάλος Medium diacritics: ὀξυλάλος Low diacritics: οξυλάλος Capitals: ΟΞΥΛΑΛΟΣ
Transliteration A: oxylálos Transliteration B: oxylalos Transliteration C: oksylalos Beta Code: o)cula/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A glib of tongue, Ar. Ra.815 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠλάλος: [ᾰ], -ον, ὀξέως, ταχέως λαλῶν, λάλος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 815.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui bavarde vivement.
Étymologie: ὀξύς, λαλέω.

Greek Monolingual

ὀξυλάλος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλά γρήγορα, φλύαρος
2. ετοιμόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + λάλος «ομιλητικός, φλύαρος» (πρβλ. ηδυ-λάλος)].

Greek Monotonic

ὀξῠλάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που μιλάει με ταχύτητα, πολυλογάς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀξῠ-λά˘λος, ον,
glib of tongue, Ar.